κρεμάσῃ

κρεμάσῃ
κρεμάσηι , κρέμασις
hanging up
fem dat sg (epic)
κρεμάννυμι
hramjan
aor subj mid 2nd sg
κρεμάννυμι
hramjan
aor subj act 3rd sg
κρεμάννυμι
hramjan
fut ind mid 2nd sg
κρεμά̱σῃ , κρεμάω
hramjan
aor subj mid 2nd sg (doric aeolic)
κρεμά̱σῃ , κρεμάω
hramjan
aor subj act 3rd sg (doric aeolic)
κρεμά̱σῃ , κρεμάω
hramjan
fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)
κρεμάζω
hramjan
aor subj mid 2nd sg
κρεμάζω
hramjan
aor subj act 3rd sg
κρεμάζω
hramjan
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρέμαση — η (AM κρέμασις) [κρεμάννυμι] κρέμασμα, ανάρτηση νεοελλ. 1. κατηφορικός τόπος απ όπου πέφτει νερό με ορμή 2. ναυτ. το ύψος τών ιστίων …   Dictionary of Greek

  • κρέμαση — η 1. κρέμασμα. 2. κατωφέρεια από την οποία χύνεται το νερό με ορμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρεμάση — κρέμασις hanging up fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • ακρέμαστος — (I) η, ο [κρεμαστός] 1. αυτός που δεν κρεμάστηκε ή δεν είναι δυνατόν να κρεμαστεί από κάπου 2. αυτός που δεν θανατώθηκε με απαγχονισμό. (II) η, ο [κρέμαση] (για ακροκέραμα στέγης κ.λπ.) εκείνος που δεν έχει κρέμαση* για να φεύγουν τα νερά, που… …   Dictionary of Greek

  • κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”